- κλοπείας
- κλοπείᾱς , κλοπείαbrigandagefem acc plκλοπείᾱς , κλοπείαbrigandagefem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κάρδακες — κάρδακες, οἱ (Α) οι ξένοι μισθοφόροι τού περσικού στρατού (α. «κάρδακες οἱ στρατευσάμενοι βάρβαροι ὐπὸ τῶν Περσῶν καὶ ἐν Ἀσίᾳ οὕτω καλοῡσι τοὺς στρατιώτας, οὐκ ἀπὸ ἔθνους ἤ τόπου, ἀλλ ὅτι πάντα τὸν ἀνδρεῑον ἤ κλῶπα λέγουσι κάρδακα», Ησύχ. β.… … Dictionary of Greek
κλοπεία — κλοπεία, ἡ (Α) [κλοπεύς] κλοπή, κλεψιά («ἀπὸ κλοπείας τρεφόμενοι», Στράβ.) … Dictionary of Greek